Γκόλτζι, Καμίλο — (Camillo Golgi, Μπρέσια 1844 – Παβία 1926).Ιταλός παθολόγος και ιστολόγος. Οι πιο σημαντικές μελέτες του αφορούν την παθολογία της ελονοσίας και την ιστολογία του νευρικού συστήματος. Με το όνομά του είναι γνωστή μία τεχνική χρώσης των ιστών,… … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
Κονχάιμ, Γιούλιους Φρεντερίκ — (Julius Friedrich Cohnheim, Ντέμιν 1839 – Λειψία 1884). Γερμανός πειραματικός ιστολόγος και παθολόγος. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια Βίρτσμπουργκ, Γκράισβαλντ, Μάρμπουργκ και Βερολίνου, όπου υπήρξε μαθητής του Ρ. Βίρχοφ (1864) στο Παθολογικό… … Dictionary of Greek
Ρανβιέ, Λουί-Aντουάν — (Ranvier, 1835 – 1922). Γάλλος ιστολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της γενικής ανατομικής στο Κολέγιο της Γαλλίας και μέλος της Ακαδημίας της Ιατρικής. Υπήρξε βασικά ερευνητής και έχει συμβάλει σημαντικά στην πρόοδο της ιστολογίας. Παρά την ανεπάρκεια … Dictionary of Greek
Ρέμακ, Ροβέρτος — (Remak, 1815 – 1865). Γερμανός ιστολόγος, εμβρυολόγος και νευροπαθολόγος. Αποφοίτησε το 1859 από το πανεπιστήμιο του Βερολίνου και από την ίδια χρονιά διετέλεσε καθηγητής σ’ αυτό. Οι σπουδαιότερες εργασίες του αφορούσαν τη νευροϊστολογία, τη δομή … Dictionary of Greek
Χάιντενχαϊμ, Ροδόλφος - Πέτρος - Έριχ — (Heidenheim, 1834 – 1897). Γερμανός φυσιολόγος και ιστολόγος. Το 1859 διορίστηκε καθηγητής της φυσιολογίας και ιστολογίας στο πανεπιστήμιο του Μπρέσλαου. Έγραψε πολλές εργασίες για τις φυσιολογικές σπουδές, για την ανάπτυξη θερμότητας και την… … Dictionary of Greek